Greek Meaning of vital capacity
Ζωτική Χωρητικότητα
Other Greek words related to Ζωτική Χωρητικότητα
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of vital capacity
- vital => Ζωτικός
- vitaille => βιταμίνες, ζώα
- vitaceae => Αμπελοειδή
- visually impaired person => Άτομο με μειωμένη όραση
- visually impaired => Νεαρό άτομο με προβλήματα όρασης
- visually challenged => Τυφλός
- visually => οπτικά
- visualizer => οπτικοποιητής
- visualized => οραματίστηκε
- visualize => Οπτικοποιώ
Definitions and Meaning of vital capacity in English
vital capacity (n)
the maximum amount of air that can be exhaled after a maximum inhalation (usually tested with a spirometer); used to determine the condition of lung tissue
FAQs About the word vital capacity
Ζωτική Χωρητικότητα
the maximum amount of air that can be exhaled after a maximum inhalation (usually tested with a spirometer); used to determine the condition of lung tissue
No synonyms found.
No antonyms found.
vital => Ζωτικός, vitaille => βιταμίνες, ζώα, vitaceae => Αμπελοειδή, visually impaired person => Άτομο με μειωμένη όραση, visually impaired => Νεαρό άτομο με προβλήματα όρασης,