FAQs About the word visually impaired

Νεαρό άτομο με προβλήματα όρασης

having greatly reduced vision

No synonyms found.

No antonyms found.

visually challenged => Τυφλός, visually => οπτικά, visualizer => οπτικοποιητής, visualized => οραματίστηκε, visualize => Οπτικοποιώ,