Greek Meaning of visually impaired
Νεαρό άτομο με προβλήματα όρασης
Other Greek words related to Νεαρό άτομο με προβλήματα όρασης
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of visually impaired
- visually impaired person => Άτομο με μειωμένη όραση
- vitaceae => Αμπελοειδή
- vitaille => βιταμίνες, ζώα
- vital => Ζωτικός
- vital capacity => Ζωτική Χωρητικότητα
- vital force => Ζωτική δύναμη
- vital organ => Ζωτικό όργανο
- vital principle => Ζωτική δύναμη
- vital sign => Σημείο ζωής
- vital statistics => ζωτικά στατιστικά
Definitions and Meaning of visually impaired in English
visually impaired (s)
having greatly reduced vision
FAQs About the word visually impaired
Νεαρό άτομο με προβλήματα όρασης
having greatly reduced vision
No synonyms found.
No antonyms found.
visually challenged => Τυφλός, visually => οπτικά, visualizer => οπτικοποιητής, visualized => οραματίστηκε, visualize => Οπτικοποιώ,