Greek Meaning of vends

πουλάει

Other Greek words related to πουλάει

Definitions and Meaning of vends in English

Webster

vends (n. pl.)

See Wends.

FAQs About the word vends

πουλάει

See Wends.

πουλάει,συμφωνίες (σε),διανέμει,αγορές,εμπορεύματα,Εμπορεύματα,Πωλεί στους λιανοπωλητές,διαφημίζει,δημοπρασίες,Ευκαιρίες

αγοράζει,αγορές

vendor's lien => Εμπράγματο δικαίωμα του πωλητή, vendor => προμηθευτής, vendition => πώληση, venditation => πώληση, venditate => πουλώ,