Greek Meaning of uvulatome
Ουρανισκότομος
Other Greek words related to Ουρανισκότομος
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of uvulatome
- uvulatomy => Ουλοτομία
- uvulitis => Υπερωίτιδα
- uvulopalatopharyngoplasty => Ωτορινολαρυγγική χειρουργική επέμβαση
- uwarowite => Ουβαροβίτης
- ux. => Εμπειρία χρήστη (UX)
- uxor => σύζυγος
- uxorial => υξορικός
- uxoricidal => γυναικοκτόνος
- uxorious => εκκεντρικός
- uxoriously => υπερβολικά αφοσιωμένος στη σύζυγό του
Definitions and Meaning of uvulatome in English
uvulatome (n.)
An instrument for removing the uvula.
FAQs About the word uvulatome
Ουρανισκότομος
An instrument for removing the uvula.
No synonyms found.
No antonyms found.
uvulariaceae => uvulariaceae, uvularia grandiflora => Ουβουλάρια η γραντιφλόρα, uvularia => Ουβουλάρια, uvular => υπερωικός, uvula => σταφυλή,