FAQs About the word untimbered

άκοπος

lacking timbers, without trees

No synonyms found.

No antonyms found.

untilled => Ακαλλιέργητος, untile => ξεσκεπάζω μια στέγη με κεραμίδια, until now => μέχρι τώρα, until => μέχρι, untighten => χαλαρώνω,