FAQs About the word until

μέχρι

To; unto; towards; -- used of material objects., To; up to; till; before; -- used of time; as, he staid until evening; he will not come back until the end of th

μέχρι,μπροστά,πριν,πριν,από or του,προηγούμενος,πριν,προς,μέχρι,μέχρι

μετά,επόμενος,από,επόμενος,δίπλα

untighten => χαλαρώνω, untier => λυτός, untied => Αδεσμευτος, untie => λύνω, untidy => ακατάστατος,