FAQs About the word unmoneyed

άπορος

Destitute of money; not rich.

No synonyms found.

No antonyms found.

unmolested => ανέγγιχτος, unmold => ξεκαλουπώνω, unmodulated => Ανεπίδεκτος διαμόρφωσης, unmodified => αμετάβλητος, unmodifiable => αμετάβλητος,