Greek Meaning of trucking
μεταφορές με φορτηγά
Other Greek words related to μεταφορές με φορτηγά
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of trucking
- trucker => οδηγός φορτηγού
- trucked => μεταφέρθηκε με φορτηγό
- truckage => Μεταφορά φορτίου με φορτηγό
- truck traffic => κυκλοφορία φορτηγών
- truck stop => Πάρκινγκ φορτηγών
- truck garden => Κήπος φορτηγού
- truck farming => Καλλιέργεια με φορτηγά αυτοκίνητα
- truck farm => Αγροτική εκμετάλλευση φορτηγών
- truck driver => οδηγός φορτηγού
- truck dealer => έμπορος φορτηγών
Definitions and Meaning of trucking in English
trucking (n)
the activity of transporting goods by truck
trucking (p. pr. & vb. n.)
of Truck
trucking (n.)
The business of conveying goods on trucks.
FAQs About the word trucking
μεταφορές με φορτηγά
the activity of transporting goods by truckof Truck, The business of conveying goods on trucks.
No synonyms found.
No antonyms found.
trucker => οδηγός φορτηγού, trucked => μεταφέρθηκε με φορτηγό, truckage => Μεταφορά φορτίου με φορτηγό, truck traffic => κυκλοφορία φορτηγών, truck stop => Πάρκινγκ φορτηγών,