Greek Meaning of trekker
πεζοπόρος
Other Greek words related to πεζοπόρος
Nearest Words of trekker
Definitions and Meaning of trekker in English
trekker (n)
a traveler who makes a long arduous journey (as hiking through mountainous country)
trekker (n.)
One that treks.
FAQs About the word trekker
πεζοπόρος
a traveler who makes a long arduous journey (as hiking through mountainous country)One that treks.
περιπλανώμενος,ταξιδιώτης,Σάκοι πλάτης,Αναρριχητής,πεζοπόρος,Ορειβάτης,πεζός,Εξερευνητικό όχημα,ορειβάτης,Αλήτης
Πολίτης,κάτοικος,Γηγενής,Μη μετανάστης,κάτοικος,Αβοριγένης,εθνικός,κάτοικος
trekked => Έκανε πεζοπορία, trek => πεζοπορία, treillage => καφασωτό, trehalose => Τρεαλόζη, trehala => Τρεαλόζη,