FAQs About the word trekker

πεζοπόρος

a traveler who makes a long arduous journey (as hiking through mountainous country)One that treks.

περιπλανώμενος,ταξιδιώτης,Σάκοι πλάτης,Αναρριχητής,πεζοπόρος,Ορειβάτης,πεζός,Εξερευνητικό όχημα,ορειβάτης,Αλήτης

Πολίτης,κάτοικος,Γηγενής,Μη μετανάστης,κάτοικος,Αβοριγένης,εθνικός,κάτοικος

trekked => Έκανε πεζοπορία, trek => πεζοπορία, treillage => καφασωτό, trehalose => Τρεαλόζη, trehala => Τρεαλόζη,