FAQs About the word tregetry

ταχυδακτυλουργία

Trickery; also, a trick.

No synonyms found.

No antonyms found.

tregetour => Ταχυδακτυλουργός, treget => Τεχνάσματα, trefoiled => Τριλοβωτός, trefoil arch => Τριλοβωτό αψίδι, trefoil => τριφύλλι,