FAQs About the word transferred possession

μεταβιβαζόμενη κατοχή

a possession whose ownership changes or lapses

No synonyms found.

No antonyms found.

transferred => μεταφερμένο, transferral => μεταφορά, transferrable => μεταβιβάσιμο, transferor => μεταβιβάζων, transferography => Μεταφερικότητα,