Greek Meaning of transferred possession
μεταβιβαζόμενη κατοχή
Other Greek words related to μεταβιβαζόμενη κατοχή
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of transferred possession
- transferred property => μεταφερόμενη περιουσία
- transferrence => μεταφορά
- transferrer => μεταβιβαστής
- transferrible => μεταβιβάσιμο
- transferrin => τρανσφερίνη
- transferring => μεταφορά
- transfigurate => μεταμορφώνω
- transfiguratien => Μεταμορφώσεις
- transfiguration => Μεταμόρφωση
- transfiguration day => Μεταμόρφωση του Σωτήρος
Definitions and Meaning of transferred possession in English
transferred possession (n)
a possession whose ownership changes or lapses
FAQs About the word transferred possession
μεταβιβαζόμενη κατοχή
a possession whose ownership changes or lapses
No synonyms found.
No antonyms found.
transferred => μεταφερμένο, transferral => μεταφορά, transferrable => μεταβιβάσιμο, transferor => μεταβιβάζων, transferography => Μεταφερικότητα,