Greek Meaning of tradeoff
Συμβιβασμός
Other Greek words related to Συμβιβασμός
Nearest Words of tradeoff
Definitions and Meaning of tradeoff in English
tradeoff (n)
an exchange that occurs as a compromise
FAQs About the word tradeoff
Συμβιβασμός
an exchange that occurs as a compromise
Ανταλλαγή,Μπροστά και πίσω,καλή αγορά,παζάρεμα,ανταλλαγή,μετατόπιση,συμφωνία,συναλλαγή,υποκατάσταση,εναλλαγή
No antonyms found.
trademarked => εμπορικό σήμα, trade-mark => εμπορικό σήμα, trademark => εμπορικό σήμα, tradeless => χωρίς εμπόριο, trade-last => τελευταία συναλλαγή,