Greek Meaning of toxic shock
Τοξικό σοκ
Other Greek words related to Τοξικό σοκ
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of toxic shock
- toxic industrial waste => τοξικά βιομηχανικά απόβλητα
- toxic dumpsite => τοξική χωματερή
- toxic condition => τοξική κατάσταση
- toxic => τοξικός
- toxemia of pregnancy => Τοξίνωση της εγκυμοσύνης
- toxemia => τοξαιμία
- toxalbumin => Τοξολευκωματίνη
- toxaemia of pregnancy => Τοξαιμία εγκυμοσύνης
- toxaemia => Τοξιναιμία
- mia => Μία
- toxic site => τοξική τοποθεσία
- toxic waste => τοξικά απόβλητα
- toxic waste area => τοξική περιοχή αποβλήτων
- toxic waste dump => Χώρος διάθεσης τοξικών αποβλήτων
- toxic waste site => Χώρος απορριμμάτων τοξικών ουσιών
- toxical => Τοξικό
- toxicant => Τοξικό
- toxication => δηλητηρίαση
- toxicity => τοξικότητα
- toxicodendron => Τοξικοδένδρο
Definitions and Meaning of toxic shock in English
toxic shock (n)
syndrome resulting from a serious acute (sometimes fatal) infection associated with the presence of staphylococcus; characterized by fever and diarrhea and nausea and diffuse erythema and shock; occurs especially in menstruating women using highly absorbent tampons
FAQs About the word toxic shock
Τοξικό σοκ
syndrome resulting from a serious acute (sometimes fatal) infection associated with the presence of staphylococcus; characterized by fever and diarrhea and naus
No synonyms found.
No antonyms found.
toxic industrial waste => τοξικά βιομηχανικά απόβλητα, toxic dumpsite => τοξική χωματερή, toxic condition => τοξική κατάσταση, toxic => τοξικός, toxemia of pregnancy => Τοξίνωση της εγκυμοσύνης,