Greek Meaning of topicality
επικαιρότητα
Other Greek words related to επικαιρότητα
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of topicality
- topical prostaglandin eyedrop => Τοπική σταγόνα ματιών προσταγλανδίνης
- topical anesthetic => τοπικό αναισθητικό
- topical anesthesia => Τοπική αναισθησία
- topical anaesthetic => Τοπικό αναισθητικό
- topical anaesthesia => Τοπική αναισθησία
- topical => Επίκαιρος
- topic sentence => Θεματική πρόταση
- topic => Θέμα
- topiary => Τοπιαρία/Γλυπτική φυτών
- topiarian => τοπιαρικός
Definitions and Meaning of topicality in English
topicality (n)
the attribute of being of interest at the present time
FAQs About the word topicality
επικαιρότητα
the attribute of being of interest at the present time
No synonyms found.
No antonyms found.
topical prostaglandin eyedrop => Τοπική σταγόνα ματιών προσταγλανδίνης, topical anesthetic => τοπικό αναισθητικό, topical anesthesia => Τοπική αναισθησία, topical anaesthetic => Τοπικό αναισθητικό, topical anaesthesia => Τοπική αναισθησία,