Greek Meaning of topical anaesthetic
Τοπικό αναισθητικό
Other Greek words related to Τοπικό αναισθητικό
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of topical anaesthetic
- topical anesthesia => Τοπική αναισθησία
- topical anesthetic => τοπικό αναισθητικό
- topical prostaglandin eyedrop => Τοπική σταγόνα ματιών προσταγλανδίνης
- topicality => επικαιρότητα
- topicalization => θεματοποίηση
- topicalize => εστιάζω
- topically => Τοπικά
- toping => Επικάλυψη
- topknot => Κοτσίδα
- topknotted => με κορυφή
Definitions and Meaning of topical anaesthetic in English
topical anaesthetic (n)
anesthetic that numbs a particular area of the body
FAQs About the word topical anaesthetic
Τοπικό αναισθητικό
anesthetic that numbs a particular area of the body
No synonyms found.
No antonyms found.
topical anaesthesia => Τοπική αναισθησία, topical => Επίκαιρος, topic sentence => Θεματική πρόταση, topic => Θέμα, topiary => Τοπιαρία/Γλυπτική φυτών,