Greek Meaning of tomes
Τόμοι
Other Greek words related to Τόμοι
- βιβλία
- Σκληρόδετα βιβλία
- Μυθιστορήματα
- Μαλακά εξώφυλλα
- πραγματείες
- τόμοι
- άλμπουμ
- ημερολόγια
- Ανθολογίες
- Συλλογές υποθέσεων
- κατάλογοι
- κατάλογοι
- λεξικά
- εγκυκλοπαίδειες
- Φόλιο
- οδηγοί
- εγχειρίδια
- Σκληρόδετα βιβλία
- εγχειρίδια
- μονογραφίες
- νουβέλες
- χαρτιά
- Τσέπης βιβλία
- Τσέπης εκδόσεις
- primers
- πολτός
- τρίμηνα
- Μαλακό εξώφυλλο
- Σχολικά βιβλία
- κείμενα
- φυλλάδια
- εμπορικά βιβλία
- Εμπορικές εκδόσεις
Nearest Words of tomes
Definitions and Meaning of tomes in English
tomes
a large or scholarly book, a volume forming part of a larger work, cutting instrument, part, a big thick book, book
FAQs About the word tomes
Τόμοι
a large or scholarly book, a volume forming part of a larger work, cutting instrument, part, a big thick book, book
βιβλία,Σκληρόδετα βιβλία,Μυθιστορήματα,Μαλακά εξώφυλλα,πραγματείες,τόμοι,άλμπουμ,ημερολόγια,Ανθολογίες,Συλλογές υποθέσεων
No antonyms found.
tomcatting (around) => τριγυρνώ (γύρω), tomcatted (around) => μορφοποιημένος (γύρω), tomcats => γάτοι, tomcat (around) => γάτος, tombs => τάφοι,