FAQs About the word tomcats

γάτοι

a male domestic cat, to seek sexual gratification promiscuously

αδέσποτες γάτες,δώρα,κιτ,γατάκια,Γάτες με ρίγες,γάτες,γάτες\n\n,γατάκια,ποντίκια,γατάκια

No antonyms found.

tomcat (around) => γάτος, tombs => τάφοι, tomboys => αγοροκόριτσα, Tom Thumbs => Ανθρωπάκος, tolls => διόδια,