Greek Meaning of toenail
Νύχι του ποδιού
Other Greek words related to Νύχι του ποδιού
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of toenail
- toeless => χωρίς δάχτυλα ποδιών
- toeing => στις μύτες (των ποδιών)
- toe-in => σύγκλιση
- toehold => στήριγμα
- toed => δάχτυλο
- toecap => το πάνω μέρος του παπουτσιού
- toea => Δάχτυλο του ποδιού
- toe toe => δάχτυλο πόδι δάχτυλο πόδι
- toe the line => Τηρούν τους κανόνες
- toe hold => Δαγκάνα στο δάχτυλο του ποδιού
Definitions and Meaning of toenail in English
toenail (n)
the nail at the end of a toe
toenail (v)
drive obliquely
FAQs About the word toenail
Νύχι του ποδιού
the nail at the end of a toe, drive obliquely
No synonyms found.
No antonyms found.
toeless => χωρίς δάχτυλα ποδιών, toeing => στις μύτες (των ποδιών), toe-in => σύγκλιση, toehold => στήριγμα, toed => δάχτυλο,