Greek Meaning of toed
δάχτυλο
Other Greek words related to δάχτυλο
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of toed
- toecap => το πάνω μέρος του παπουτσιού
- toea => Δάχτυλο του ποδιού
- toe toe => δάχτυλο πόδι δάχτυλο πόδι
- toe the line => Τηρούν τους κανόνες
- toe hold => Δαγκάνα στο δάχτυλο του ποδιού
- toe drop => Επτώπτωση ποδιού
- toe dancing => Μπαλέτο σε πουέντες
- toe dance => χορός στα δάχτυλα
- toe crack => σπάσιμο δακτύλου στο πόδι
- toe box => Πέντε δάχτυλα
Definitions and Meaning of toed in English
toed (a)
having a toe or toes of a specified kind; often used in combination
toed (imp. & p. p.)
of Toe
toed (a.)
Having (such or so many) toes; -- chiefly used in composition; as, narrow-toed, four-toed.
Having the end secured by nails driven obliquely, said of a board, plank, or joist serving as a brace, and in general of any part of a frame secured to other parts by diagonal nailing.
FAQs About the word toed
δάχτυλο
having a toe or toes of a specified kind; often used in combinationof Toe, Having (such or so many) toes; -- chiefly used in composition; as, narrow-toed, four-
No synonyms found.
No antonyms found.
toecap => το πάνω μέρος του παπουτσιού, toea => Δάχτυλο του ποδιού, toe toe => δάχτυλο πόδι δάχτυλο πόδι, toe the line => Τηρούν τους κανόνες, toe hold => Δαγκάνα στο δάχτυλο του ποδιού,