Greek Meaning of textile
Υφάσματα
Other Greek words related to Υφάσματα
Nearest Words of textile
- text-hand => Κείμενο εγχειρίδιο
- text-book => Σχολικό βιβλίο
- textbook => Σχολικό βιβλίο
- text hand => Κείμενο χέρι
- text file => αρχείο κειμένου
- text editor => πρόγραμμα επεξεργασίας κειμένου
- text edition => Έκδοση κειμένου
- text => κείμενο
- texas tortoise => Χελώνα του Τέξας
- texas toad => Φρύνος του Τέξας
- textile machine => Υφαντική μηχανή
- textile mill => κλωστοϋφαντουργείο
- textile screw pine => Pandanus textilis
- textman => συντάκτης κειμένου
- text-matching => Αντιστοίχιση κειμένου
- textmen => κειμενάδες
- textorial => Κειμενικό
- textrine => τεξτρίνη
- textual => κειμενικός
- textual criticism => Κριτική κειμένου
Definitions and Meaning of textile in English
textile (n)
artifact made by weaving or felting or knitting or crocheting natural or synthetic fibers
textile (a)
of or relating to fabrics or fabric making
textile (a.)
Pertaining to weaving or to woven fabrics; as, textile arts; woven, capable of being woven; formed by weaving; as, textile fabrics.
textile (n.)
That which is, or may be, woven; a fabric made by weaving.
FAQs About the word textile
Υφάσματα
artifact made by weaving or felting or knitting or crocheting natural or synthetic fibers, of or relating to fabrics or fabric makingPertaining to weaving or to
ύφασμα,ύφασμα,ίνα,νήμα,νήμα
No antonyms found.
text-hand => Κείμενο εγχειρίδιο, text-book => Σχολικό βιβλίο, textbook => Σχολικό βιβλίο, text hand => Κείμενο χέρι, text file => αρχείο κειμένου,