Greek Meaning of tessular
ψηφιδωτός
Other Greek words related to ψηφιδωτός
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of tessular
- test => δοκιμή
- test ban => Απαγόρευση δοκιμών
- test bed => δοκιμαστικό κρεβάτι
- test case => Περίπτωση δοκιμής
- test copy => αντίγραφο δοκιμής
- test drive => Δοκιμαστική βόλτα
- test driver => Οδηγός δοκιμών
- test equipment => Εξοπλισμός δοκιμών
- test fly => Δοκιμαστική πτήση
- test instrument vehicle => Όχημα ελέγχου οργάνων
Definitions and Meaning of tessular in English
tessular (a.)
Tesseral.
FAQs About the word tessular
ψηφιδωτός
Tesseral.
No synonyms found.
No antonyms found.
tessin => Τεσίνο, tesseral => τεσσεράγωνος, tesseraic => τεσσαρακοστό, tesserae => Ψηφίδες, tesseract => υπερκυβό,