Greek Meaning of temporal lobe epilepsy
Κροταφική επιληψία
Other Greek words related to Κροταφική επιληψία
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of temporal lobe epilepsy
- temporal lobe => Κροταφικός λοβός
- temporal gyrus => Κροταφικός λοβός
- temporal cortex => Κροταφικός λοβός
- temporal canthus => έξω κανθός
- temporal bone => Κροταφικός οστός
- temporal artery => Κροταφική αρτηρία
- temporal arteritis => Κροταφική αρτηρίτιδα
- temporal arrangement => Χρονική διάταξη
- temporal => κροταφικός
- tempo => Τέμπο
- temporal muscle => Κροταφικός μυς
- temporal order => Χρονική σειρά
- temporal property => Προσωρινή ιδιότητα
- temporal relation => Χρονική σχέση
- temporal role => Χρονικός ρόλος
- temporalis => Κροταφικός μυς
- temporalis muscle => Κροταφικός μυς
- temporalities => κοσμικά
- temporality => χρονικότητα
- temporally => προσωρινά
Definitions and Meaning of temporal lobe epilepsy in English
temporal lobe epilepsy (n)
epilepsy characterized clinically by impairment of consciousness and amnesia for the episode; often involves purposeful movements of the arms and legs and sometimes hallucinations
FAQs About the word temporal lobe epilepsy
Κροταφική επιληψία
epilepsy characterized clinically by impairment of consciousness and amnesia for the episode; often involves purposeful movements of the arms and legs and somet
No synonyms found.
No antonyms found.
temporal lobe => Κροταφικός λοβός, temporal gyrus => Κροταφικός λοβός, temporal cortex => Κροταφικός λοβός, temporal canthus => έξω κανθός, temporal bone => Κροταφικός οστός,