Greek Meaning of tawse
μαστίγιο
Other Greek words related to μαστίγιο
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of tawse
- tax => φόρος
- tax advantage => φορολογικό πλεονέκτημα
- tax assessment => εκτίμηση φόρου
- tax assessor => φορολογικός εκτιμητής
- tax avoidance => Φοροδιαφυγή
- tax base => Φορολογητέα βάση
- tax benefit => φορολογικό όφελος
- tax bill => φορολογικό νομοσχέδιο
- tax boost => αύξηση φόρων
- tax bracket => φορολογική κλάση
Definitions and Meaning of tawse in English
tawse (n)
a leather strap for punishing children
FAQs About the word tawse
μαστίγιο
a leather strap for punishing children
No synonyms found.
No antonyms found.
taws => μπίλιες, tawpie => Δεν υπάρχει μετάφραση, tawny-coloured => καστανόξανθος, tawny-colored => Καφέ χρωματισμένος, tawny-brown => καστανόξανθος,