Greek Meaning of sympathy strike

απεργία συμπαράστασης

Other Greek words related to απεργία συμπαράστασης

Definitions and Meaning of sympathy strike in English

Wordnet

sympathy strike (n)

a strike in support of other workers who are on strike; a strike not resulting from direct grievances against the workers' employer

FAQs About the word sympathy strike

απεργία συμπαράστασης

a strike in support of other workers who are on strike; a strike not resulting from direct grievances against the workers' employer

Συμπαθητική απεργία,Συνδικαλιστική δράση,Κάτσε κάτω,επιβράδυνση,Απεργία,απεργία,αργός,αποκλεισμός,Απουσία λόγω ασθένειας,κάθομαι

No antonyms found.

sympathy card => συλλυπητήριο γράμμα, sympathy => συμπάθεια, sympathomimetic => Συμπάθιμιμη, sympathizer => συμπαθών, sympathize with => συμπονεί με,