FAQs About the word suckled

θηλάζω

(of an infant) breast-fed

θηλασμός,θηλάζει,ταϊσμένος/η με μπιμπερό,Τροφός

απογαλακτισμένος

sucking pig => Γουρουνόπουλο, sucking louse => Φθειρίαση, sucking fish => Βεντούζα, suckerfish => Βεντούζα, sucker state => Κράτος ευκολόπιστων,