FAQs About the word stenotic

στενωτικός

abnormally constricted body canal or passage

No synonyms found.

No antonyms found.

stenotaphrum secundatum => Μπουφαλογκράς, stenotaphrum => Stenotaphrum, stenosis => στένωση, stenosed => στενωμένος, stenopterygius quadrisicissus => Στενόπτερυγος τετρασχισμένος,