Greek Meaning of stenography
Στενογραφία
Other Greek words related to Στενογραφία
Nearest Words of stenography
- stenographical => ταχυγραφικός
- stenographic => στενογραφικός
- stenographer => Ταχυγράφος, Στενογράφος
- stenograph => ταχυγράφος
- stenochlaena => Στενοχλαίνα
- stenocarpus sinuatus => Stenocarpus sinuatus
- stenocarpus salignus => Stenocarpus salignus
- stengel => μίσχος
- stendhal => Σταντάλ
- stencil => στένσιλ
- stenopelmatidae => Στενοπελματίδες
- stenopelmatus => στενοπέλματος
- stenopelmatus fuscus => Stenopelmatus fuscus
- stenopterygius => Στενοπτερυγίος
- stenopterygius quadrisicissus => Στενόπτερυγος τετρασχισμένος
- stenosed => στενωμένος
- stenosis => στένωση
- stenotaphrum => Stenotaphrum
- stenotaphrum secundatum => Μπουφαλογκράς
- stenotic => στενωτικός
Definitions and Meaning of stenography in English
stenography (n)
a method of writing rapidly using an abbreviated symbolic system
the act or art of writing in shorthand
FAQs About the word stenography
Στενογραφία
a method of writing rapidly using an abbreviated symbolic system, the act or art of writing in shorthand
Φωνογραφία,Στενογραφία,στενογράφος,Επιγραφή,Χειρόγραφο,καλλιγραφία kalligraphía,Χειρόγραφο,χειρόγραφο,καλλιγραφία,σενάριο
Εκτύπωση,τύπος,Δακτυλογράφηση
stenographical => ταχυγραφικός, stenographic => στενογραφικός, stenographer => Ταχυγράφος, Στενογράφος, stenograph => ταχυγράφος, stenochlaena => Στενοχλαίνα,