Greek Meaning of statesmanship
πολιτική διορατικότητα
Other Greek words related to πολιτική διορατικότητα
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of statesmanship
- statesmanly => πολιτειακός
- statesmanlike => πολιτικός
- statesman => πολιτικός
- states' rights democratic party => Δημοκρατικό Κόμμα για τα Δικαιώματα των Πολιτειών
- states' rights => Δικαιώματα των πολιτειών
- states general => Γενικά σύνοδα
- state's evidence => αποδεικτικά στοιχεία του κράτους
- state's attorney => εισαγγελέας
- stateroom => καμπίνα
- stater => στατήρ, στατήρα
- state-supported => επιχορηγούμενο από το κράτος
- stateswoman => πολιτικός
- statewide => σε όλη την πολιτεία
- static => Στατικός
- static electricity => στατική ηλεκτρισμός
- static line => Στατική γραμμή
- static magnet => Μόνιμος μαγνήτης
- static tube => Στατικός σωλήνας
- statice => Στατίκη
- statics => Στατική
Definitions and Meaning of statesmanship in English
statesmanship (n)
wisdom in the management of public affairs
FAQs About the word statesmanship
πολιτική διορατικότητα
wisdom in the management of public affairs
No synonyms found.
No antonyms found.
statesmanly => πολιτειακός, statesmanlike => πολιτικός, statesman => πολιτικός, states' rights democratic party => Δημοκρατικό Κόμμα για τα Δικαιώματα των Πολιτειών, states' rights => Δικαιώματα των πολιτειών,