Greek Meaning of splintery
Τρίχωμα
Other Greek words related to Τρίχωμα
Nearest Words of splintery
- split => διαχωρίζω
- split decision => Χωριστή απόφαση
- split down => Διαίρεση προς τα κάτω
- split dynamometer => δυναμόμετρο διχοτόμησης
- split end => Ψαλίδα
- split infinitive => Διαχωριστικό άπειρο
- split key => διαιρεμένο κλειδί
- split personality => Διαταραχή πολλαπλής προσωπικότητας
- split rail => σιδερόδρομος αφής (split rail)
- split run => Τμηματική εκτύπωση
Definitions and Meaning of splintery in English
splintery (s)
subject to breaking into sharp slender pieces
splintery (a)
resembling or consisting of or embedded with long slender fragments of (especially) wood having sharp points
FAQs About the word splintery
Τρίχωμα
subject to breaking into sharp slender pieces, resembling or consisting of or embedded with long slender fragments of (especially) wood having sharp points
τσιπ,νιφάδα,θραύσμα,θραύσμα,θραύσμα,bit,Δίσκος,δίσκος,μέρος,σωματίδιο
κομμάτι,εξόγκωμα,πλάκα,κούκλος
splinters => θραύσματα, splinterproof => ανθεκτικό στο σχίσιμο, splinterless => ανασχημάτιστος, splintering => θρυμματισμός, splinter group => θραύσμα ομάδας,