Greek Meaning of spearpoint
Αιχμή δόρατος
Other Greek words related to Αιχμή δόρατος
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of spearpoint
- spear-point => Αιχμή δόρατος
- spec => προδιαγραφές
- special => ιδιαίτερος
- special act => ειδική ενέργεια
- special agent => Ειδικός πράκτορας
- special air service => Ειδική Υπηρεσία Αέρος
- special branch => Ειδική Βάση Δεδομένων
- special contract => ειδικό συμβόλαιο
- special court-martial => Ειδικό στρατοδικείο
- special delivery => ειδική παράδοση
Definitions and Meaning of spearpoint in English
spearpoint (n)
the head and sharpened point of a spear
FAQs About the word spearpoint
Αιχμή δόρατος
the head and sharpened point of a spear
No synonyms found.
No antonyms found.
spearnose bat => Μεγαλορινόμυς, spearmint oil => Λάδι μέντας, spearmint => δυόσμος, spearhead-shaped => αιχμοειδής, spearhead => αιχμής της λόγχης,