FAQs About the word smiler

χαμογελαστός

a person who smiles, the human face (`kisser' and `smiler' and `mug' are informal terms for `face' and `phiz' is British)One who smiles.

χαμόγελο,γέλιο,δοκάρι,χαμογελώ ειρωνικά,σαρκαστικό χαμόγελο,μειδίαμα

συνοφρυώνομαι,λάμψη,μελαγχολία,Γκριμάτσα,Σύνοφρυς,,Χαμηλότερος,μούτρα,μορφάζω,σκυθρωπός

smileless => χωρίς χαμόγελο, smiledon californicus => Smilodon californicus, smiledon => Σμιλόδοντας, smiled => χαμογέλασε, smile => χαμόγελο,