Greek Meaning of small stuff
μικροπράγματα
Other Greek words related to μικροπράγματα
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of small stuff
- small stores => μικρά καταστήματα
- small slam => Μικρό σλαμ
- small ship => Μικρό σκάφος
- small print => Ψιλά γράμματα
- small person => μικρό πρόσωπο
- small magellanic cloud => Μικρό Σύννεφο του Μαγγελάνου
- small loan company => Εταιρία μικροδανεισμού
- small letter => Μικρό γράμμα
- small intestine => Λεπτό έντερο
- small indefinite quantity => Μικρή αόριστη ποσότητα
- small talk => Κουβεντούλα
- small town => κωμόπολη
- small voice => Ψιλή φωνή
- small white => μικρό λευκό
- small white aster => Μικρό λευκό αστέρι
- smallage => Σέλινο
- small-arm => Μικρό όπλο
- small-capitalisation => μικρής κεφαλαιοποίησης
- small-capitalization => μικρή κεφαλαιοποίηση
- small-eared => μικρόταυτο
Definitions and Meaning of small stuff in English
small stuff (n)
any light rope used on shipboard
FAQs About the word small stuff
μικροπράγματα
any light rope used on shipboard
No synonyms found.
No antonyms found.
small stores => μικρά καταστήματα, small slam => Μικρό σλαμ, small ship => Μικρό σκάφος, small print => Ψιλά γράμματα, small person => μικρό πρόσωπο,