FAQs About the word slobberer

λιγούρης

a person who dribblesOne who slobbers., A slovenly farmer; a jobbing tailor.

σάλια,σάλιο,αφρός,φτύνω,φτύμα,αφρός,σιελόρροια,δουλέμπορος,Πτύελο

No antonyms found.

slobber over => σάλια πάνω σε, slobber => σάλιο, slob => αλήτης, sloat => Αυλάκωση, sloanea jamaicensis => Sloanea jamaicensis,