FAQs About the word salivation

σιελόρροια

the secretion of salivaThe act or process of salivating; an excessive secretion of saliva, often accompanied with soreness of the mouth and gums; ptyalism.

απόχρεμψη,Πτύελο,αφρός,αφρός,σάλιο,σάλια,δουλέμπορος,φτύνω,φτύμα

No antonyms found.

salivating => σάλιο, salivated => Σάλιο, salivate => σάλιο, salivary gland => Σιελογόνος αδένας, salivary duct => Σιελογόνος αδένας,