FAQs About the word skivvies

Definition not available

(used in the plural) men's underwear consisting of cotton undershirt and underpants

υπηρέτριες,Καμαριέρες,υπηρέτριες,γριές,χαρακτήρας,καθαρίστρια,υπηρέτριες,οικιακές βοηθοί,οικιακές βοηθοί,υπηρέτριες

No antonyms found.

skiving => κοπάνημα, skiver => τεμπέλης, skive => πλασαρίνα, skitty => Skitty, skittles => Σκιτλς,