Greek Meaning of singling

ανύπαντρος

Other Greek words related to ανύπαντρος

Definitions and Meaning of singling in English

Webster

singling (p. pr. & vb. n.)

of Single

FAQs About the word singling

ανύπαντρος

of Single

επιλέγω,διαλέγω,επιλέξτε,επιλέγω,ορίσει,εκλέγω,όνομα,επιλέγω (για),προτιμώ,ετικέτα

πτώση,αρνητικός,αρνούμαι,απορρίπτω,απορρίπτω,αποδοκιμάζω,απορρίπτω,αποκηρύσσω,περιφρονώ

single-valued function => συνάρτηση με μία τιμή, singletree => μόχλος, singleton => μοναδικός, singletary pea => Μπιζέλια Σινγκλετάρι, singlet => σιγνκλετ,