FAQs About the word simmering

σιγοβράζω

cooking in a liquid that has been brought to a boilof Simmer

βράζω,μαγειρευτό,βρασμός,λαθροθηρία,Ατμός,μπρεζέ,Κακομαθαίνω,Μαγείρεμα υπό πίεση,βρασμός,καυτός

No antonyms found.

simmered => βραστό, simmer down => Ηρέμησε, simmer => σιγοβράζω, simitar => γυφτόμαχος, similor => Similor,