Greek Meaning of siliciureted
σιλικιοποιημένο
Other Greek words related to σιλικιοποιημένο
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of siliciureted
- silicle => Κεράτιο
- silico- => σιλικο-
- silicofluoric => Φθοροπυριτικό οξύ
- silicofluoride => πυριτιοφθορίδιο
- silicoidea => Σιλλικοειδή
- silicon => πυρίτιο
- silicon bronze => Μπρούτζος πυριτίου
- silicon carbide => Καρβίδιο του πυριτίου
- silicon chip => Τσιπ σιλικόνης
- silicon dioxide => Διοξείδιο του πυριτίου
Definitions and Meaning of siliciureted in English
siliciureted (a.)
Combined or impregnated with silicon.
FAQs About the word siliciureted
σιλικιοποιημένο
Combined or impregnated with silicon.
No synonyms found.
No antonyms found.
silicium => Πυρίτιο, silicited => αιτηθείς, silicispongiae => Υαλώδης σπόγγοι, silicious => πυριτιούχος, silicioidea => Silicioidea,