FAQs About the word silicified

Κοκκινισμένο

Combined or impregnated with silicon or silica, especially the latter; as, silicified wood., of Silicify

No synonyms found.

No antonyms found.

silicification => πυριτοποίηση, siliciferous => Πυριτιούχος, silicide => Σιλιτσιούχο, silicicalcareous => διοξειδικό πυριτίου-ασβεστίου, silicic acid => πυριτικό οξύ,