Greek Meaning of short sale
Μικρή πώληση
Other Greek words related to Μικρή πώληση
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of short sale
- short ribs => κοντές πλευρές
- short pants => Βερμούδα
- short order => σύντομη παραγγελία
- short loin => Τρυφερή οσφυϊκή χώρα
- short list => Σύντομη λίστα
- short line => Σύντομη γραμμή
- short letter => Σύντομη επιστολή
- short iron => Σύντομο σίδερο
- short gastric artery => Βραχεία γαστρική αρτηρία
- short division => Σύντομη διαίρεση
- short saphenous vein => μικρή σαφηνής φλέβα
- short selling => Πώληση Μικρής Διαρκείας
- short shrift => σύντομη διεκπεραίωση
- short sleep => βραχύς ύπνος
- short story => διήγημα
- short subject => Μικρού μήκους ταινία
- short temper => ευερεθιστότητα
- short ton => βραχύνς τόνος
- short wave => Μικρή κυμα
- short whist => Σύντομο ουίστη
Definitions and Meaning of short sale in English
short sale (n)
sale of securities or commodity futures not owned by the seller (who hopes to buy them back later at a lower price)
FAQs About the word short sale
Μικρή πώληση
sale of securities or commodity futures not owned by the seller (who hopes to buy them back later at a lower price)
No synonyms found.
No antonyms found.
short ribs => κοντές πλευρές, short pants => Βερμούδα, short order => σύντομη παραγγελία, short loin => Τρυφερή οσφυϊκή χώρα, short list => Σύντομη λίστα,