Greek Meaning of seriality
σειριακότητα
Other Greek words related to σειριακότητα
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of seriality
- serialism => σειριαλισμός
- serialise => σειριοποίηση
- serialisation => σειριοποίηση
- serial publication => Σειριακή έκδοση
- serial processing => Σειριακή επεξεργασία
- serial printer => Σειριακός εκτυπωτής
- serial port => Σειριακή θύρα
- serial operation => σειριακή λειτουργία
- serial music => Σειριακή μουσική
- serial murderer => κατά συρροήν δολοφόνος
Definitions and Meaning of seriality in English
seriality (n.)
The quality or state of succession in a series; sequence.
FAQs About the word seriality
σειριακότητα
The quality or state of succession in a series; sequence.
No synonyms found.
No antonyms found.
serialism => σειριαλισμός, serialise => σειριοποίηση, serialisation => σειριοποίηση, serial publication => Σειριακή έκδοση, serial processing => Σειριακή επεξεργασία,