FAQs About the word sensualists

Definition not available

persistent or excessive pursuit of sensual pleasures and interests

ντεκαντάν,Επικούρειοι,ηδονιστές,συβαρίτες,ηδυπαθείς,Καλλιζήδες,Παραστρατημένοι,γκουρμέ,Λιμπερτίνοι,καλοζωιστές

ασκητές,χαρμπαλάδες,υποκριτές,χαλάστρες,Βρεγμένες κουβέρτες,Συντηρητικοί,Ίσια βέλη

senses => αισθήσεις, sensations => αισθήσεις, sensationalizing => αισθηματικός, sensationalize => sensationalize, senryu => σενριού,