FAQs About the word seek (out)

αναζητάω

to search for and find (someone or something)

καλώ (προς ή επάνω),Αναζήτηση,πετάγομαι (σε),βλέπω,επίσκεψη,περάσω απο.

βούρτσισμα (προς τα πλάγια ή προς τα έξω),αγνοώ,Ψυχρή ανταπόκριση

seeing to => επίβλεψη, seeing eye to eye => Συμφωνία απόψεων, seedbeds => Σπορείες, see to => βλέπω, see after => φροντίζω,