Greek Meaning of secretarial
γραμματέας
Other Greek words related to γραμματέας
Nearest Words of secretarial
- secretaire => γραμματέας
- secretage => Έκκριση
- secret writing => Μυστική γραφή
- secret society => μυστική εταιρεία
- secret service => Μυστική υπηρεσία
- secret police => Μυστική αστυνομία
- secret plan => Μυστικό σχέδιο
- secret intelligence service => Μυστική υπηρεσία πληροφοριών
- secret code => μυστικός κωδικός
- secret ballot => Μυστική ψηφοφορία
- secretarial assistant => γραμματέας
- secretarial school => Σχολή γραμματέων
- secretariat => γραμματεία
- secretariate => γραμματεία
- secretaries => γραμματείς
- secretary => γραμματέας
- secretary bird => Γραμματέας
- secretary general => γενικός γραμματέας
- secretary of agriculture => Υπουργός Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων
- secretary of commerce => Υπουργός Εμπορίου
Definitions and Meaning of secretarial in English
secretarial (a)
of or relating to a secretary or to a secretary's work
secretarial (a.)
Of or pertaining to a secretary; befitting a secretary.
FAQs About the word secretarial
γραμματέας
of or relating to a secretary or to a secretary's workOf or pertaining to a secretary; befitting a secretary.
υπάλληλος,μητρώο,μητρώο,ρεπόρτερ ,χρονογράφος,αρχειοθέτης,Λογιστής,χρονογράφος,Ιστορικός,μαγνητόφωνο
No antonyms found.
secretaire => γραμματέας, secretage => Έκκριση, secret writing => Μυστική γραφή, secret society => μυστική εταιρεία, secret service => Μυστική υπηρεσία,