Greek Meaning of search language
Γλώσσα αναζήτησης
Other Greek words related to Γλώσσα αναζήτησης
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of search language
- search engine => μηχανή αναζήτησης
- search and rescue mission => Αποστολή έρευνας και διάσωσης
- search and destroy mission => Αποστολή αναζήτησης και καταστροφής
- search => αναζήτηση
- searcer => μηχανή αναζήτησης
- searce => σπάνιος
- sear => σοτάρω
- seaquake => σεισμός της θάλασσας
- sea-puss => Υδροβάτες
- sea-purse => Θαλάσσιος βαλάντης
- search mission => Αποστολή έρευνας
- search party => ομάδα αναζήτησης
- search warrant => ένταλμα έρευνας
- searchable => Αναζητήσιμος
- searchableness => Εύρεσιμότητα
- searched => searched
- searcher => μηχανή αναζήτησης
- searcher beetle => Σκαθάρι αναζήτησης
- searching => αναζήτηση
- searching fire => αναζήτηση πυρκαγιάς
Definitions and Meaning of search language in English
search language (n)
a source language consisting of procedural operators that invoke functions to be executed
FAQs About the word search language
Γλώσσα αναζήτησης
a source language consisting of procedural operators that invoke functions to be executed
No synonyms found.
No antonyms found.
search engine => μηχανή αναζήτησης, search and rescue mission => Αποστολή έρευνας και διάσωσης, search and destroy mission => Αποστολή αναζήτησης και καταστροφής, search => αναζήτηση, searcer => μηχανή αναζήτησης,