Greek Meaning of salvific
Σωτηριώδης
Other Greek words related to Σωτηριώδης
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of salvific
- salvia verbenaca => Φασκόμηλο το φαρμακευτικόν
- salvia spathacea => Φασκομηλιά αγκαθωτή
- salvia sclarea => Σκλαρέα
- salvia reflexa => Σάλβια η αντανακλαστική
- salvia pratensis => Φασκόμηλο το λιβαδικό
- salvia officinalis => Φασκόμηλο
- salvia lyrata => Σάλβια η λυράτη
- salvia leucophylla => λευκόφυλλος φασκόμηλο
- salvia lancifolia => φασκόμηλο το λογχοειδές
- salvia farinacea => Φαρμακευτική σάλβια
Definitions and Meaning of salvific in English
salvific (a)
pertaining to the power of salvation or redemption
salvific (a.)
Tending to save or secure safety.
FAQs About the word salvific
Σωτηριώδης
pertaining to the power of salvation or redemptionTending to save or secure safety.
No synonyms found.
No antonyms found.
salvia verbenaca => Φασκόμηλο το φαρμακευτικόν, salvia spathacea => Φασκομηλιά αγκαθωτή, salvia sclarea => Σκλαρέα, salvia reflexa => Σάλβια η αντανακλαστική, salvia pratensis => Φασκόμηλο το λιβαδικό,