FAQs About the word safe-keeping

φρούρηση

The act of keeping or preserving in safety from injury or from escape; care; custody.

φροντίδα,επιμέλεια,έλεγχος,κηδεμονία,επιτροπεία,χέρι(α),φύλαξη,διαχείριση,επίβλεψη,εμπιστοσύνη

No antonyms found.

safekeeping => φύλαξη, safehold => ιδιοκτησία, safeguard => προστασία, safe-deposit box => θυρίδα ασφαλείας, safe-deposit => Ασφαλής Θυρίδα,