Greek Meaning of sacramentally
μυστηριακώς
Other Greek words related to μυστηριακώς
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of sacramentally
- sacramentalist => μυστηριοκράτης
- sacramentalism => ιεραποστολισμός
- sacramental wine => Ευχαρστικός οίνος
- sacramental oil => ἅγιον ἔλαιον
- sacramental manduction => ιερή κατανάλωση
- sacramental => ιεροτελεστικός
- sacrament of the eucharist => Θεία Ευχαριστία
- sacrament => μυστήριο
- sacral vertebra => Ιερό οστό
- sacral vein => Ιερά φλέβα
Definitions and Meaning of sacramentally in English
sacramentally (adv.)
In a sacramental manner.
FAQs About the word sacramentally
μυστηριακώς
In a sacramental manner.
No synonyms found.
No antonyms found.
sacramentalist => μυστηριοκράτης, sacramentalism => ιεραποστολισμός, sacramental wine => Ευχαρστικός οίνος, sacramental oil => ἅγιον ἔλαιον, sacramental manduction => ιερή κατανάλωση,