Greek Meaning of roman inquisition
Ρωμαική Εξέταση
Other Greek words related to Ρωμαική Εξέταση
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of roman inquisition
- roman hyacinth => Υάκινθος
- roman fleuve => Πολυτάλαντη μυθιστορία
- roman empire => Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία
- roman emperor => Ρωμαίος αυτοκράτορας
- roman deity => Ρωμαϊκή θεότητα
- roman coriander => Ρωμαίικος κόλιανδρος
- roman collar => Ρωμαϊκός γιακάς
- roman church => Ρωμαιοκαθολική εκκλησία
- roman catholicism => Ρωμαιοκαθολικισμός
- roman catholic pope => Πάπας της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας
- roman jakobson => Ρομάν Γιακόμπσον
- roman law => Ρωμαϊκό δίκαιο
- roman legion => Ρωμαϊκές λεγεώνες
- roman letters => Ρωμαϊκοί αριθμοί
- roman mile => Ρωμαϊκό μίλι
- roman mythology => Ρωμαϊκή μυθολογία
- roman nettle => Κνίδη η Ρωμαϊκή
- roman nose => Γερακίνα μύτη
- roman numeral => Ρωμαϊκοί αριθμοί
- roman osipovich jakobson => Ρόμαν Όσιποβιτς Γιάκομπσον
Definitions and Meaning of roman inquisition in English
roman inquisition (n)
an inquisition set up in Italy in 1542 to curb the number of Protestants
FAQs About the word roman inquisition
Ρωμαική Εξέταση
an inquisition set up in Italy in 1542 to curb the number of Protestants
No synonyms found.
No antonyms found.
roman hyacinth => Υάκινθος, roman fleuve => Πολυτάλαντη μυθιστορία, roman empire => Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, roman emperor => Ρωμαίος αυτοκράτορας, roman deity => Ρωμαϊκή θεότητα,