Greek Meaning of roman catholicism
Ρωμαιοκαθολικισμός
Other Greek words related to Ρωμαιοκαθολικισμός
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of roman catholicism
- roman catholic pope => Πάπας της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας
- roman catholic church => Ρωμαιοκαθολική εκκλησία
- roman catholic => Ρωμαιοκαθολικός
- roman candle => Ρωμαϊκό κερί
- roman calendar => Ρωμαϊκό ημερολόγιο
- roman building => Ρωμαϊκό κτίριο
- roman basilica => Ρωμαϊκή βασιλική
- roman architecture => ρωμαϊκή αρχιτεκτονική
- roman arch => ρωμαϊκή αψίδα
- roman alphabet => λατινικό αλφάβητο
- roman church => Ρωμαιοκαθολική εκκλησία
- roman collar => Ρωμαϊκός γιακάς
- roman coriander => Ρωμαίικος κόλιανδρος
- roman deity => Ρωμαϊκή θεότητα
- roman emperor => Ρωμαίος αυτοκράτορας
- roman empire => Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία
- roman fleuve => Πολυτάλαντη μυθιστορία
- roman hyacinth => Υάκινθος
- roman inquisition => Ρωμαική Εξέταση
- roman jakobson => Ρομάν Γιακόμπσον
Definitions and Meaning of roman catholicism in English
roman catholicism (n)
the beliefs and practices of the Catholic Church based in Rome
FAQs About the word roman catholicism
Ρωμαιοκαθολικισμός
the beliefs and practices of the Catholic Church based in Rome
No synonyms found.
No antonyms found.
roman catholic pope => Πάπας της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, roman catholic church => Ρωμαιοκαθολική εκκλησία, roman catholic => Ρωμαιοκαθολικός, roman candle => Ρωμαϊκό κερί, roman calendar => Ρωμαϊκό ημερολόγιο,